καταπατώ — καταπατώ, καταπάτησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. καταπατάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταπατώ — (AM καταπατῶ, έω) 1. πατώ ισχυρά με τα πόδια, ποδοπατώ (α. «τα άλογα αφηνίασαν και καταπάτησαν πολλά άτομα» β. «ἐπέπιπτόν τε ἀλλήλοις καἰ κατεπάτουν», Θουκ.) 2. αθετώ, παραβαίνω, περιφρονώ (α. «μην καταπατήσεις τον όρκο σου» β. «καταπατήσας τοὺς… … Dictionary of Greek
καταπατῶ — καταπατέω trample under foot pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταπατέω trample under foot pres ind act 1st sg (attic epic doric) καταπατέω trample under foot pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταπατέω trample under foot pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek
ακαταπάτητος — η, ο (Α ἀκαταπάτητος, ον) [καταπατῶ] εκείνος που δεν έχει καταπατηθεί ή δεν μπορεί να καταπατηθεί, να παραβιαστεί «ακαταπάτητα κτήματα», «ακαταπάτητα δικαιώματα» … Dictionary of Greek
ατραπός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 174 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στα νότια της πόλης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Περάσματος. * * * η (AM ἀτραπός, Α και ἀτραπός και ἀταρπιτός) στενό πέρασμα, μονοπάτι νεοελλ. (τοπογρ.) όρος που… … Dictionary of Greek
βατεύω — (Α βατεύω) νεοελλ. (για ζώα ή και ανθρώπους με αντικ. θηλ. προσ.) έρχομαι σε σαρκική μίξη, καβαλάω αρχ. προξενώ βλάβη, καταπατώ, ποδοπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βατώ ( έω) (κατά το οχεύω) < βατος, βάτης < βαίνω] … Dictionary of Greek
βιάζω — (AM βιάζω) Ι.1. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου, αναγκάζω με τη βία 2. αναγκάζω με τη βία πρόσωπο σε σαρκική ένωση μαζί μου μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον φορτικά νεοελλ. 1. καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω έντονα… … Dictionary of Greek
διαπατώ — (I) διαπατῶ ( άω) (Α) [απατώ] εξαπατώ πλήρως. (II) διαπατῶ ( έω) (Α) [πατώ] καταπατώ … Dictionary of Greek
διαστείβω — (Α) 1. προχωρώ διά μέσου 2. καταπατώ … Dictionary of Greek